- αμάρτημα
- το (Α ἁμάρτημα) [ἁμαρτάνω]παράβαση τού θείου νόμου, τών εντολών τής θρησκείας και τών διατάξεων τής Εκκλησίαςμσν.1. παρανομία, αδίκημα2. φρ. «εἶναι ἔργον τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων να...», είναι άδικο, είναι κρίμα να...αρχ.1. σφάλμα, αποτυχία2. φταίξιμο, πλάνη, παράπτωμα3. φρ. «ἁμάρτημα περὶ τὸ σῶμα», σωματικό ελάττωμα.
Dictionary of Greek. 2013.